μακιαβελισμός

μακιαβελισμός
ο
1. η διδασκαλία του Ιταλού ιστορικού και πολιτικού Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527).
2. σκέψη και ενέργεια που ακολουθεί τα πολιτικά δόγματα του Νικολό Μακιαβέλι, δηλ. επιδίωξη της επιτυχίας με μηχανορραφίες και δολοπλοκίες, χωρίς ηθικούς φραγμούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακιαβελισμός — ο 1. πολιτικό δόγμα και σύστημα που διατύπωσε ο Μακιαβέλι και που βασίζεται στη χρησιμοποίηση όλων τών μέσων εκ μέρους ενός ηγεμόνα, χωρίς ηθικούς φραγμούς, προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του 2. απαράδεκτη από ηθική άποψη πολιτική 3. δόλιος …   Dictionary of Greek

  • μακιαβελικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Νικολό Μακιαβέλι και τις θεωρίες του (βλ. μακιαβελισμός): Χρησιμοποιεί πάντα μακιαβελικά μέσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”